γιορταστής

γιορταστής
ο
ο εορταστής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εορταστής, με ανάπτυξη του j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο - (πρβλ. εορτάζω -γιορτάζω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γιορτή — η η εορτή*. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή, με ανάπτυξη j από τη συνίζηση του συμπλέγματος εο (πρβλ. γιορταστής εορταστής, γιορτάζω εορτάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”